Είμαι αγαθή και πολλές φορές το υποψήφιο θύμα όλων των ζωντανών, όπως σκύλων, γατιών, ανθρώπων. Είμαι ένα καρτούν. Μπορεί σε ζωντανή μορφή, αλλά κοιτάξτε με καλύτερα.
Πηγαίνω την βόλτα μου κι όταν βλέπω οτιδήποτε να κινείται, σηκώνομαι όρθια για να δω καλύτερα και τραβάω με λαχτάρα για να πλησιάσω το ζωντανό. Είναι άνθρωπος; Με κοιτάει με δυσαρέσκεια ή κακία; Δεν έχει σημασία. Εγώ θέλω να πάω κοντά του και να του κάνω χαρούλες κι αγκαλίτσες.
Είναι σκύλος άγριος που μου γρυλίζει; Δεν έχει σημασία. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Θέλω να πάω κοντά του και να παίξω. Μαζί του; Με τα λευκά, μυτερά του δόντια; Δεν έχει σημασία. Εγώ θα παίξω.
Βλέπω γάτα στον δρόμο να περπατά αμέριμνη και να περνά τον δρόμο την ίδια ώρα που περνά ένα αυτοκίνητο ξυστά από δίπλα της. Παρατηρώ την σκηνή μ’ ενδιαφέρον κι όταν κρίνω πως είναι η κατάλληλη στιγμή, δηλαδή πάντα, τρέχω καταπάνω της για παιχνίδι. Αυτή όμως εννοείται πως άλλα έχει στο μυαλό της όταν βλέπει έναν αλαφιασμένο σκύλο να τρέχει προς το μέρος της και να τραβάει το αφεντικό του με δύναμη. Συναγερμός, κίνδυνος! Καμπουριάζει, σηκώνει τις τρίχες της, τεντώνει τα μουστάκια της μπροστά. Βγάζει απειλητικούς ήχους; Δεν έχει σημασία. Εγώ θα συνεχίσω να τραβάω μέχρι να φτάσω κοντά της κι όταν φτάσω παίρνω την παιχνιδιάρικη στάση μου, αλλά με κόβουν στη μέση τα μυτερά της νύχια με τις σφαλιάρες που μου δίνει σα γάτα νίτζα και φεύγω κλαψουρίζοντας και γλείφοντας τις γραντζουνιές στο ντελικάτο σώμα μου.
Δεν καταλαβαίνω τίποτα όμως, γιατί στρίβω στη γωνία κι εκεί στη μέση του δρόμου ένα περιστέρι γουργουρίζει βαριεστημένα και τριγυρίζει ψάχνοντας για ψίχουλα. Το κοζάρω, τρέχω ξοπίσω του και λίγο πριν το φτάσω σκοντάφτω σε μια λακκούβα, κουτουλάω πάνω σε μια κολόνα της ΔΕΗ και βλέπω αστράκια. Το περιστέρι έχει φύγει και στέκεται πάνω σ’ ένα δέντρο; Δεν έχει σημασία. Δεν καταλαβαίνω τίποτα. Συνεχίζω να τρέχω (λίγο ζαλισμένη απ’ το χτύπημα) και σηκώνομαι όρθια στον κορμό του δέντρου γαβγίζοντας χαρούμενα έτοιμη για παιχνίδι, ώσπου το περιστέρι φτερουγίζει δυνατά, μου ρίχνει μια κουτσουλιά στο κεφάλι με νεύρα και φεύγει μακριά.
Είμαι ένα καρτούν. Το ξέρω. Έχω γίνει ο περίγελος της περιοχής. Το ξέρω. Όλα τα ζωντανά μ’ αποφεύγουν στο διάβα μου. Το ξέρω. Κρύβονται κάτω απ’ τα αμάξια, μέσα σε κάδους, πάνω σε δέντρα. Ένα αδέσποτο μια φορά κρύφτηκε πίσω από μια κολόνα της ΔΕΗ. Έτσι νόμιζε, δηλαδή, γιατί το κεφάλι του έκρυβε μόνο, ενώ το υπόλοιπο κορμί του ήταν απ’ έξω. Προφανώς επειδή δεν μ’ έβλεπε, πίστευε πως κι εγώ δεν τον έβλεπα.
Το’ χω καταλάβει αλλά τι να κάνω. Είμαι παιχνιδιάρα, δεν φταίω εγώ. Μπορεί να αφήνω στο πέρασμά μου έναν κόσμο μπάχαλο, αλλά δεν φταίω εγώ. Οι προθέσεις μου είναι αθώες. Δεν ξέρω τι σημαίνει κακία γι’ αυτό και δεν την αναγνωρίζω. Έχω γίνει το ανέκδοτο της φυλής μου. Αντί να κυνηγάω εγώ, ένας σκύλος, τις γάτες , με κυνηγάνε αυτές και μου επιτίθενται κι από πάνω. Είμαι το θύμα. Αλλά όλα αυτά λόγω καλοσύνης.